Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Τά ἅγια Μυστήρια καί ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου

Μελέτες στήν Φιλοκαλία

Τά ἅγια Μυστήρια, χωρίς τήν ἀνθρώπινη συνεργία, δέν ἐπαρκοῦν ἀπό μόνα τους γιά τήν σωτηρία. Εἶναι ἀναγκαῖο νά συνδυαστοῦν μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, στήν ὁποία συμβάλλει πολύ ἡ κατά Χριστόν ἄσκηση-ἡσυχία. Αὐτή ταπεινώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει δεκτικό τῆς θείας χάρης, τῆς προσφερομένης σ’ αὐτόν διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων.
«Εἶναι φανερό», ἐπισημαίνει ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος, «ὅτι ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν περιέχει τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ἡ ὁποία μέθοδος συνδέεται στενά μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας-τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, τήν θεία Εὐχαριστία-καί δείχνει στόν ἄνθρωπο τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο φθάνει στή θέωση. Ἑπομένως Μυστήρια καί ἡσυχασμός συνδέονται στενότατα μεταξύ τους. Ὁπότε, ὅποιος ὑποτιμᾶ τήν Φιλοκαλία καί ὁμιλεῖ περιφρονητικῶς καί ὑβριστικῶς γι’ αὐτήν, στήν πραγματικότητα ὑπονομεύει ὅλην τήν ἀσκητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κατοχυρώθηκε συνοδικῶς»[1].
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν μελέτη τῶν φιλοκαλικῶν κειμένων, δέν εἰσάγουν μία ἀσκητική ἤ μία ἐκκλησιολογία -σωτηριολογία χωρίς Μυστήρια, ἀλλά μία ἐκκλησιαστική εὐχαριστιακή ζωή, πού συνδυάζει τήν ἄσκηση-ἡσυχία μέ τήν μέθεξη τῆς θείας χάρης διά τῶν Μυστηρίων. Τό πρῶτο, δηλαδή ἡ ἀσκητική-ἡσυχαστική ζωή, εἶναι προϋπόθεσι τοῦ δευτέρου, δηλαδή τῆς μετοχῆς στή θεοποιό θεία χάρη τῶν ἁγίων Μυστηρίων.
«Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος, «δέν παραθεώρησε τά Μυστήρια, ἀλλά κατέγραψε τίς πραγματικές προϋποθέσεις μεθέξεως τῆς Χάρης δι’ αὐτῶν»[2].
Μία μυστηριακή ζωή χωρίς ἄσκηση δέν ὠφελεῖ, ἀλλά μπορεῖ καί νά βλάψει.
Ἡ μετοχή στή Θεία Εὐχαριστία δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα, ἀλλά «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης»[3]. Γιά τήν κατόρθωση αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων ἀπαιτεῖται ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, αὐταπάρνηση, καταπολέμηση τῆς φιλαυτίας καί ὅλων τῶν παθῶν. Ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός γιά νά διώξει τά πάθη-δαίμονες χρειάζεται «προσευχή καί νηστεία»[4], δηλαδή ἄσκηση, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. 
Χωρίς ἄσκηση ὁ προσερχόμενος στή Θεία Μετάληψι, ὄντας γεμᾶτος μέ τά πάθη, γίνεται ἔνοχος τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου.
«Ὥστε», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, «ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»[5]. Γιαυτό συμβουλεύει: «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου»[6].
Οἱ Κορίνθιοι, ἐπειδή κοινωνοῦσαν χωρίς νά ἔχουν τίς ἀνάλογες ἀσκητικές προϋποθέσεις, βλάπτονταν, ἀρρώσταιναν καί κάποιοι ἀπέθνησκαν.
Ὁ ἅγιος Παῦλος τούς τόνιζε ὅτι, ἐπειδή κοινωνοῦσαν ἀνάξια, «διὰ τοῦτο» ὑπῆρχαν ἀνάμεσά τους «πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί»[7].
Πρέπει νά τονισθεῖ βέβαια ὅτι ὅπως ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια χωρίς ἄσκηση καί μετάνοια βλάπτει, ἔτσι καί μία ἀσκητική χωρίς τά ἅγια Μυστήρια καί μάλιστα χωρίς μετοχή στήν θεία Λειτουργία- θεία Εὐχαριστία εἶναι ἀνεπαρκής γιά τή σωτηρία.
Γενικότερα, χωρίς τήν ἀνθρώπινη συνεργία, τά ἅγια Μυστήρια δέν ὠφελοῦν τόν ἄνθρωπο, διότι παραμένουν ἀνενεργά.
Τό ἅγιο Βάπτισμα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ ἀμέλεια μολύνεται. «Ὅποιος πίστεψε στό Χριστό καί βαπτίστηκε στό ὄνομά Του», παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος, «δέν ἀφήνεται ἄμοιρος τῆς χάρης τοῦ Πνεύματος, ἐκτός ἄν παραδόθηκε σέ κάθε ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καί μόλυνε τήν πίστη μέ τά ἔργα ἤ ζεῖ μέ ραθυμία καί ἀμέλεια»[8].
Τό ἔνδυμα τοῦ γάμου, τό κατάλληλο γιά τήν ἕνωση μέ τόν Νυμφίο Χριστό, ὅπως τό λαμβάνουμε κατά τό ἅγιο Βάπτισμα-Χρίσμα εἶναι πλέον ἀκατάλληλο.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ βαπτισθείς-χρισθείς φυλάσσει ἄσβηστη τήν ἁγιοπνευματική λαμπάδα, εἶναι ἡ παρουσία τῶν ποικίλων χαρισμάτων-ἐκδηλώσεων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ἐκεῖνος πού φύλαξε ἄσβηστη τήν ἀπαρχή τοῦ ἁγίου Πνεύματος», ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Νικήτας, «τήν ὁποία ἔλαβε κατά τό ἅγιο βάπτισμα, ἤ πού τήν ἄναψε πάλι ὅταν ἔσβησε, δέν εἶναι δυνατό νά μή λάβει ἀπό τόν οὐρανό καί τήν πληρότητα τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ δηλαδή ἀγωνιστεῖ καλά, ἀξιώνεται μέσω τῆς πληρότητας τοῦ Πνεύματος νά λάβει ἤ τό λόγο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ γιά νά διδάσκει στήν Ἐκκλησία· ἤ τό λόγο τῆς γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό αὐτό Πνεῦμα, γιά νά γνωρίζει τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· ἤ, μέ τό ἴδιο πάλι Πνεῦμα, τή συνειδητή πίστη, γιά νά πιστεύει τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ἀβραάμ· ἤ τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα, γιά νά θεραπεύει τίς ἀσθένειες· ἤ τό χάρισμα τῆς ἐνέργειας δυνάμεων, γιά νά βγάζει δαιμόνια καί νά κάνει θαύματα· ἤ τό χάρισμα τῆς προφητείας, γιά νά προβλέπει καί νά προλέγει τά μέλλοντα· ἤ τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων γιά νά διακρίνει ποιός ὁμιλεῖ μέ πνεῦμα Θεοῦ καί ποιός ὄχι· ἤ τό χάρισμα τῆς ἑρμηνείας διαφόρων γλωσσῶν[9], ἤ τό χάρισμα τῆς συμπαραστάσεως σέ ὅσους καταπονοῦνται· ἤ τό χάρισμα διακυβερνήσεως τῶν ποιμνίων καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ[10]· ἤ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης πρός ὅλους καί τῶν δωρεῶν τῆς ἀγάπης, δηλαδή τῆς μακροθυμίας, τῆς χρηστότητας καί ὅλων τῶν λοιπῶν[11]. Ἄν ὅμως κανείς εἶναι ἄμοιρος ὅλων αὐτῶν, δέ γνωρίζω πῶς νά χαρακτηρίσω αὐτόν τόν ἄνθρωπο πιστό, ἤ ὅτι ἀνήκει στόν κατάλογο ἐκείνων πού ντύθηκαν τό Χριστό μέ τό ἅγιο βάπτισμα[12]»[13]. 
Ἡ τελευταία φράση τοῦ ὁσίου Νικήτα στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα εἶναι πολύ σημαντική. Ἄν κάποιος, διακηρύσσει ὁ ὅσιος, ἄν καί βαπτισμένος, εἶναι ἄμοιρος τῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, αὐτός δέν εἶναι δυνατόν νά ὀνομάζεται πιστός καί νά κατατάσσεται μεταξύ ἐκείνων, πού εἶναι ἐνδεδυμένοι τόν Χριστό. Ἡ ἀνθρώπινη συνεργία στήν θεία δωρεά εἶναι πάντοτε ἀναγκαία, γιά νά εἶναι, ὄχι μόνο θεωρητικά, ἀλλά καί ἀληθινά ὁ ἄνθρωπος πιστός καί ἐνδεδυμένος τόν Χριστό.
Ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος-ἁγίου Χρίσματος ἀποκτᾶ τήν δυνατότητα νά γίνει τέκνον Θεοῦ. Ὅταν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος φθάσει στήν ἀδιάλειπτο νοερά προσευχή, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ μέ τό δικό του τό ἀνθρώπινο πνεῦμα ὅτι ἔγινε υἱός Θεοῦ, τότε ὁ πιστός πραγματώνει αὐτήν τήν δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, «νομίσει ὅτι ἐπιμελεῖται ἄριστα τίς ἐντολές, τότε εἶναι φανερό ὅτι ἁμαρτάνει καί παραβαίνει τήν ἐντολή, γιατί ἔκρινε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί δέν περίμενε Ἐκεῖνον πού κρίνει ἀληθινά. Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δίνει κοινή μαρτυρία μέ τό δικό μας πνεῦμα, σύμφωνα μέ τό ρητό τοῦ Παύλου[14], τότε εἴμαστε ἀληθινά ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ καί τέκνα Θεοῦ· ὄχι ὅμως ὅταν ἀπό τή δική μας ἰδέα δικαιώσομε τόν ἑαυτό μας. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δέν εἶναι δόκιμος ἐκεῖνος πού αὐτοσυσταίνεται, ἀλλά ἐκεῖνος πού τόν συσταίνει ὁ Κύριος[15]»[16].
Τό νά μήν περιμένουμε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί τό νά σπεύδουμε νά αὐτοδικαιωθοῦμε συνιστᾷ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δέν καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἁπλῶς κακό παιδί, πού δέν τηρεῖ ἕναν κώδικα καλῆς συμπεριφορᾶς, ἀλλά τόν χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος, πού αὐτοδικαιώνεται, νομίζει ὅτι εἶναι ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί ἔτσι ἐπαναπαύεται στήν ψευδαίσθησή του. Δέν ἀναμένει μέ ταπείνωση τήν συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό δικό του πνεῦμα ὅτι ἔγινε «υἱός Θεοῦ» [17] κατά χάριν. Θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τέλειο καί δέν ἀγωνίζεται πνευματικά. Δέν ἔχει μνήμη καί ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, οὔτε Τόν ἀγαπᾷ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἀπαγορεύει τήν αὐτοδικαίωση, στερεῖ, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μακάριο, τόν ἑαυτό του ἀπό τήν πνευματική πρόοδο, ὠρίμανση καί πραγμάτωση τῆς δυνατότητας πού τοῦ δόθηκε μέ τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος τοῦ νά γίνει «τέκνον Θεοῦ»[18].
Στά ἀνωτέρω διαγινώσκουμε τήν σημασία, πού δίνει ὁ ἅγιος Μακάριος στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί συνεργασίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τή θεία χάρη, πού παρέχεται διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στήν υἱοθεσία.
Ὁ ἅγιος, ὄχι μόνο δέν ἀγνοεῖ ἤ παραγνωρίζει τά ἅγια Μυστήρια, ἀλλά καί διδάσκει πῶς θά λειτουργήσουν θεραπευτικά καί θά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο στήν πλήρη ἔνταξη του στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν θέωσή του. Διακηρύσσει ἔμμεσα, ἀλλά καί μέ σαφήνεια ὅτι τά Μυστήρια δέν ἐνεργοῦν «μαγικά». 
«Εἶναι ...παρανοήσιμη», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής κ. Ἰωάννης Κουρεμπελές, «ἡ ἀντίληψη πώς ἔξω ἀπό τήν εὐχαριστία ὅλα εἶναι ἀτομικά, ἐνῶ μέσα της ὅλα εἶναι κοινωνία[19]...διότι ὁ καθένας θά μποροῦσε νά ἐκλάβει ἔτσι τήν εὐχαριστία ὡς μηχανικό ἀγαθό πού ἀπευθύνεται (μαγικά) καί στά πτώματα[20]»[21].
Σύμφωνα μέ τά φιλοκαλικά κείμενα, γιά νά ἀπολαύσει ὁ ἄνθρωπος τίς θεῖες δωρεές, πού ἀπορρέουν ἀπό τά ἅγια Μυστήρια, ἀπαιτεῖται καί ἡ συγκατάθεση-συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, πού ὑποδηλώνεται-φανερώνεται μέ τόν πνευματικό ἀγῶνα, τήν ἄσκηση, τήν μνήμη καί ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν, ὅλα αὐτά, πού συνιστοῦν τόν ἡσυχασμό καί τήν ἡσυχαστική ζωή.
«Ἡ συμμετοχή» στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν Ἐκκλησία, σημειώνει ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου Ἱερόθεος, «καί ἡ παραμονή σέ αὐτό γίνεται μέ τά Μυστήρια καί τήν ἄσκηση. Προϋπόθεση δέ τῆς βιώσεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ διά τῶν Μυστηρίων εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, δηλαδή ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση.
Ἔξω ἀπό αὐτόν τόν σύνδεσμο Μυστηρίων καί ἀσκήσεως δημιουργεῖται μεγάλο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μετοχή στήν Ἐκκλησία χωρίς προϋποθέσεις, ἤ ἁπλή συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία καί ἡ αἴσθηση δῆθεν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «χωρίς τά στάδια μεθέξεως στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ», εἶναι μία «εὐχαριστιακή καί ἐκκλησιολογική εἰδωλολατρία» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης), ἀφοῦ ἡ μετοχή στά Μυστήρια ἐκλαμβάνεται ὡς μία ἰδεολογική καί κυρίως μαγική πράξη.
Μία τέτοια ἄποψη εἶναι βατικανίζουσα καί προτεσταντίζουσα, πού προωθεῖται σέ μία οἰκουμενιστική νοοτροπία, γι’ αὐτό καί εἶναι μία μεγάλη κυοφορουμένη αἵρεση μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά παραθεωρήση τήν γνήσια προφητική, ἀποστολική, καί πατερική διδασκαλία, δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική θεολογία, καί νά τήν χαρακτηρίση «μεταπατερική»...Ὅσοι διατυπώνουν τέτοιες θεωρίες, στήν πραγματικότητα θεωροῦν ὅτι οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 3ο αἰώνα καί μετά παρεσύρθησαν ἀπό (νέο)πλατωνικές παραδόσεις, καί τώρα βρέθηκαν αὐτοί οἱ ἔξυπνοι, πού κατάλαβαν τό λάθος τῶν μεγάλων αὐτῶν Πατέρων καί θέλουν νά ἐπαναφέρουν, κατά τρόπο προτεσταντικό, τήν Ἐκκλησία στήν πρό τοῦ 3ου αἰῶνος περίοδο.
Ὅσοι διακατέχονται ἀπό τέτοιες ἀπόψεις δείχνουν ὅτι στήν πραγματικότητα τούς ἐνοχλεῖ ὁ ἡσυχασμός, τά περί ἱερᾶς ἡσυχίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, καί θέλουν νά ἀποβάλουν αὐτήν τήν «ἐκκλησιολογία», γιά νά μποροῦν νά στοχάζωνται περί τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων.
Ἄν ὅμως ἀποβάλη κανείς τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, τότε ἀνοίγεται διάπλατα ὁ δρόμος νά ἔλθη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ σχολαστική καί ἡ ἠθικολογική θεολογία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν.
Αὐτή εἶναι, στήν πραγματικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία ἤ καλύτερα ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων»[22].
Βασιζόμενοι σέ ὅλα τά ἀνωτέρω τεκμαίρουμε τήν βαθειά γνώση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων ἀναφορικά μέ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία διά τοῦ ἀναγκαίου συνδυασμοῦ τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τοῦ προσωπικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου: Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, ἔκδοση Α΄, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2012, σελ. 123.

[2] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου: Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, ἔκδοση Α΄, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2012, σελ. 122.

[3] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία.

[4] Μτ. 17, 21: «Τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».

[5] Α΄ Κορ. 11, 27.

[6] Α΄ Κορ. 11, 28-29.

[7] Α΄ Κορ. 11, 30.

[8] Ὁσίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, Γ΄ Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων, Κεφ. 86, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Δ΄, σελ. 136. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Γ΄, σελ. 351.

[9] Α΄ Κορ. 12, 8-11.

[10] Α΄ Κορ. 12, 28.

[11] Α΄ Κορ. 13, 4.

[12] Γαλ. 3, 27.

[13] Ὁσίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, Γ΄ Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων, Κεφ. 86, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Δ΄, σελ. 136-137. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Γ΄, σελ. 351.

[14] Ρωμ. 8, 16.

[15] Β΄ Κορ. 10,18.

[16] Ἁγ. Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Λόγοι σέ 150 κεφάλαια, Περί τῆς πνευματικῆς τελειότητας, 12, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Γ΄, σελ. 252. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Γ΄, Εἰς τούς ν΄ λόγους τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, Παράφρασις Συμεών τοῦ Μεταφράστου, σελ. 175.

[17] Πρβλ. Ρωμ. 8, 14 καί 15.

[18] Ρωμ. 8, 16.

[19] Βλ. Ἰω. Ζηζιούλα, Θεία Εὐχαριστία καί Ἐκκλησία στό: Τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, Πρακτικά Γ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου (14-17 Ὀκτ. 2001) Ἀθήνα 2004 (Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), σελ. 47

[20] Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἀκραῖες εὐχαριστιολογικές θεωρήσεις ἔκαναν, ὥστε νά φτάσουν κάποιοι νά κοινωνοῦν καί τούς νεκρούς, θέλοντας ἔτσι νά συνεισφέρουν στόν ὑπερτονισμό τῆς θείας εὐχαριστίας. Βλ. Ν. Μιλόσεβιτς, Ἡ Θεία Εὐχαριστία ὡς κέντρο τῆς θείας λατρείας, Θεσσαλονίκη 2001.

[21] Ἰωάννου Γ. Κουρεμπελέ, Λόγος Θεολογίας, Μελέτες θεολογικοῦ προβληματισμοῦ, Ἐκκλησία=Εὐχαριστία;, τόμος Α΄, σελ. 182.

[22] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου: Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, ἔκδοση Α΄, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2012, σελ. 134-136.

Βλ. καί: Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου, Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μια κυοφορούμενη αίρεση στην Ορθόδοξη Εκκλησία, http://www.romfea.gr, http://www.oodegr.com/oode/dogma/ekklisiologia/katharsi_fwtismos_thewsi_1.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου