Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Ὁ ρόλος τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ στήν νοερά προσευχή, Βίος καί Λόγοι Ἁγίου Πορφυρίου.Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου




«Ὑμεῖς οὖν πολύ πλανᾶσθε»[1]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πνευματικό ὁδηγό, διακριτικό, πολύ εὔκολα μπορεῖ νά πλανηθεῖ. Καί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά νά ἀσχοληθεῖτε μέ τήν νοερά προσευχή ἀποκλειστικά, πρέπει νά ἔχετε τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ. Ἡ νοερά προσευχή δέν γίνεται χωρίς πνευματικό ὁδηγό. Ὑπάρχει κίνδυνος ἡ ψυχή νά παραπλανηθεῖ. Θέλει προσοχή. Ἐκεῖνος θά σᾶς διδάξει νά μπεῖτε στήν σειρά γιά τήν εὐχή. Γιατί ἄν δέν μπεῖτε στή σειρά, ὑπάρχει φόβος νά δεῖτε τό φῶς τό ἀντίθετο, νά ζεῖτε στήν πλάνη καί νά σκοτισθεῖτε. Ὁπότε τότε ἀγριεύει κανείς, ἀλλάζει τό ὕφος του κ.λπ. Αὐτός εἶναι ὁ διχασμός τῆς προσωπικότητας. Εἴδατε πῶς δημιουργεῖται ἡ πλάνη; Ἄν ὅμως προχωρεῖτε στήν εὐχή μέ τίς συμβουλές τοῦ γέροντα, θά δεῖτε τό ἀληθινό φῶς»[2]. Γιατί καί ὁ διάβολος ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»[3]. Γι' αὐτό λέει καί ὁ γέροντας, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει πνευματικός ὁδηγός, ἐξομολόγηση, δηλαδή ταπεινό φρόνημα. Νά μήν ἐμπιστεύεται ὁ ἄνθρωπος τόν λογισμό του.

«Πρέπει ὁ πνευματικός νά εἶναι ἔμπειρος στήν νοερά προσευχή. Δέν μπορεῖ ἄν προσεύχεται ἔτσι μηχανικά καί δέν ἔχει αἰσθανθεῖ τήν προσευχή μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά πεῖ στόν ἄλλον πῶς νά προσεύχεται. Θά τό πεῖ βέβαια ὅπως τό ἔχει διαβάσει στά βιβλία, καί ὅπως τό λένε οἱ Πατέρες. Ὁλόκληρα βιβλία ἔχουν γραφεῖ πού ὁμιλοῦν περί προσευχῆς καί τόσοι τά διαβάζουν καί κανείς δέν ξέρει νά προσευχηθεῖ. Θά πεῖς, τό διαβάζουμε, μαθαίνουμε τόν τρόπο, προετοιμαζόμαστε καί ὁ Θεός εὐλογεῖ καί μᾶς στέλνει τήν χάρη Του καί τά καταλαβαίνουμε. Ναί, ἀλλά εἶναι μυστήριο, μυστήριο ἡ προσευχή καί πρό πάντων ἡ νοερά προσευχή.

Φοβερή πλάνη μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ μέ τήν νοερά προσευχή. Τίς ἄλλες προσευχές τίς κάνουμε κάπως μέ τό μυαλό μας, ἁπλά τίς λέμε καί τίς ἀκοῦνε τά αὐτιά μας, ἔχουν ἄλλο τρόπο. Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή εἶναι κάτι ἄλλο. Κάτι ἄλλο πού, ἄν σέ αὐτό τό νοερό, ἀναφθεῖ ἡ ἔφεσις, ὄχι ἀπό τόν καλό ἑαυτό σου, ἀλλά ἀπό τόν ἄλλον, τόν ἐγωιστή, ὁπωσδήποτε θά ἀρχίσεις νά βλέπεις τά φῶτα. Ὄχι τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁπωσδήποτε θά ἀρχίζεις νά αἰσθάνεσαι μιά ψευτοχαρά, ἀλλά ἔξω στήν ζωή σου, στίς συναναστροφές σου θά εἶσαι πιό ἄγριος, καί πιό θυμώδης καί πιό ὀργίλος καί πιό ἀγχώδης. Ἔ, νά λοιπόν τό γνώρισμα τοῦ πλανεμένου! Ὁ πλανεμένος δέν δέχεται τήν πλάνη του. Εἶναι φανατισμένος καί κάνει κακό, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ζηλωτές, ἀλλά μέ ζῆλο οὐ κατ' ἐπίγνωσιν»[4].

Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Ἅγιος πόσο σημασία ἔχει νά ὑπάρχει ταπεινό φρόνημα, νά ὑπάρχει πνευματικός ὁδηγός, διαφορετικά ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νά πλανηθεῖ. Ὅπου ὑπάρχει ἐγωισμός καί ἴδιον θέλημα, ἐκεῖ ἐμφιλοχωρεῖ ὁ διάβολος καί τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος, κυριευμένος ἀπό τόν πονηρό, ἀλλάζει καί γίνεται ἄγριος, θυμώδης, ὀργίλος, ἀγχώδης, φανατισμένος, ζηλωτής ἀλλά μέ ὄχι καλό ζῆλο.

«Ἀκοῦστε ἕνα παράδειγμα», λέει ὁ Ὅσιος: «Ὁ Γέροντας, ὁ Ἅγιος Μακάριος, θά πήγαινε σέ κάποια πανήγυρη μέ τόν ὑποτακτικό του. Ὁ ὑποτακτικό, πήγαινε μπροστά. Ἦταν ἀκόμα ἀρχάριος καί εἶχε τόν ζῆλο, τόν ἀρχαρίτικο. Λοιπόν, ἐκεῖ πού πήγαινε, συναντάει ἕναν εἰδωλολάτρη, ἱερέα τῶν εἰδώλων, τοῦ κακομίλησε, τοῦ εἶπε: - Ποῦ πάεις, πλανεμένε; Τότε ἐκεῖνος θύμωσε καί τόν ἔδειρε καί τόν ἄφησε σχεδόν ἀναίσθητο. Ἔπειτα ἀπό κάμποση ὥρα συναντάει τόν γέροντα. Ὁ Ἀββάς Μακάριος θεοφόρος πού ἦταν, καθώς τόν εἶδε ἔτσι ταραγμένο, τοῦ λέει; - Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ποῦ πάεις; Αὐτός μόλις ἄκουσε αὐτά τά λόγια, μαλάκωσε, κοντοστάθηκε καί τοῦ λέει: - Ὁ λόγος σου μέ γλύκανε. - Ναί, τοῦ λέει ὁ π. Μακάριος, σέ βλέπω πού τρέχεις, μόνο πού δέν ξέρεις ποῦ τρέχεις! Ἀλλά, τά εἶπε μέ ἕναν ταπεινό καί ἀδελφικό τρόπο ἀγάπης. Λέει ὁ εἰδωλολάτρης: - Τά λόγια σου, ὅταν ὁμιλεῖς, μοῦ ἀνοίγουν τήν καρδιά. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος ἐδῶ, πρίν λίγο, μοῦ εἶπε τά ἀντίθετα καί τόν ξυλοφόρτωσα. Τοῦ μίλησε τόσο ὡραῖα ὁ Ἅγιος Μακάριος, πού σιγά-σιγά ἄλλαξε αὐτός τήν πίστη του. Ἔγινε καί μοναχός καί σώθηκε.

Μέ τόν καλό τρόπο μετέδωσε τό πνεῦμα τό καλό. Μετέδωσε τήν ἄκτιστο ἐνέργεια καί μπῆκε στήν ψυχή τοῦ εἰδωλολάτρη. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ ὑποτακτικός, μετέδωσε τό πνεῦμα τό θυμῶδες, τό ταραχῶδες, ἀπό αὐτό πού εἶχε μέσα του. Εἴδατε τί θά πεῖ πλάνη; Ὅταν ἔχεις γέροντα, δέν διατρέχεις τόν κίνδυνο τῆς πλάνης. Ὅταν ἔχεις γέροντα καλό, θεοφόρο, μαθαίνεις τά μυστικά τῆς προσευχῆς. Συμπροσεύχεσαι μέ τόν γέροντα καί σιγά-σιγά ἀρχίζεις νά μπαίνεις στήν πνευματική ζωή καί νά μαθαίνεις πῶς προσεύχεται ὁ γέροντας. Ἐκεῖνος δέν μπορεῖ νά σοῦ πεῖ κάνε ἔτσι καί ἔτσι. Ὅ,τι δεῖς ἀπό ἐκεῖνον, κάντο καί ἐσύ.

Πηγαίνεις στόν γέροντα, σοῦ λέει γιά τήν νοερά προσευχή. Πρέπει νά γνωρίζεις, ὅτι ἄν δέν τήν ζεῖ ὁ ἴδιος, τίποτα δέν θά κάνει. Ὅταν ὅμως τήν ἔχει ζήσει τήν νοερά προσευχή καί τήν ζεῖ, ὑπάρχει ἕνα μυστήριο. Τό μυστήριο εἶναι ὅτι τά λόγια του τά ἀκούει ὁ διδασκόμενος, ἀλλά βλέπει καί τόν τρόπο, πῶς ἡ καρδιά του ἀνοίγει καί πῶς μιλάει μέ τόν Θεό νοερῶς. Τόν βλέπει ἡ ψυχούλα του. Ὄχι μόνο, ἀλλά ἐπικοινωνεῖ ψυχή μέ ψυχή καί αἰσθάνεται ἡ μιά ψυχή τήν ἄλλη. Νιώθει πῶς δημιουργεῖται ἡ φόρμα, πῶς δημιουργεῖται ἡ κατάστασις, αὐτή διά τῆς θείας χάριτος»[5]. Δηλαδή ὁ γέροντας λειτουργεῖ ὡς πρότυπο, ἀλλά καί ὡς αὐτός ὁ ὁποῖος μεταγγίζει τήν ἐμπειρία του στόν ὑποτακτικό, καί τόν διδάσκει ὄχι μόνο θεωρητικά ἀλλά καί μέ τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης.


«Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα», λέει ὁ ὅσιος. «Αὐτό εἶναι διδασκαλία. Διότι λέμε ὅτι ἡ προσευχή δέν διδάσκεται, ἀλλά ὄντως διδάσκεται, ὅταν ζήσεις κοντά σέ κάποιον ὁ ὁποῖος ὄντως προσεύχεται. Ὅταν πάρεις καί διαβάσεις ἕνα βιβλίο περί προσευχῆς, ἴσως δέν καταλάβεις τίποτα. Ὅταν ὅμως ἔχεις τόν γέροντα κοντά σου πού προσεύχεται, ὅ,τι σοῦ πεῖ γιά τήν προσευχή τό καταλαβαίνεις. Τά καταλαβαίνεις, τά ἐνστερνίζεσαι, μπαίνεις μέσα στήν προσευχή. Προσεύχεσαι καί σύ χωρίς νά τό καταλάβεις, ἐπικοινωνεῖς. Δέν εἶναι τό βιβλίο, δέν εἶναι ἡ γνώση, εἶναι τό αἴσθημα, εἶναι ὁ τρόπος, εἶναι τό ἄνοιγμα εἶναι τό ἀγκάλιασμα. Μήπως κι αὐτό πού γίνεται καί σᾶς μιλάω; Δέν εἶναι καί αὐτό μιά προσευχή; Ἐπειδή τά λέγω ἀπό τήν καρδιά μου, καί νιώθω μέ αὐτό τό σκίρτημα καί αὐτή τήν λαχτάρα. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, πῶς ἐξηγεῖται πού ἔχουμε τόση λαχτάρα;»[6]. Λέγει λοιπόν ὁ Ὅσιος, ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τό νά βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ προϋπόθεση γιά νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅταν κανείς ἔχει πνευματικό ὁδηγό καί ρωτάει, ὁπωσδήποτε ταπεινώνεται καί ἑλκύει αὐτή την Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί τότε βέβαια ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ, νά πλανηθεῖ. Ἀντίθετα, ὅταν ἐμπιστεύεται τίς δυνάμεις του, ἔχει αὐτοπεποίθηση, τότε πολύ εὔκολα πλανᾶται .Γιατί ἔχει τό πνεῦμα τό συγγενικό μέ τόν πονηρό, τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας.


Ἄς ἀγωνιζόμαστε καί ἐμεῖς ἀδελφοί, μέ τίς προτροπές τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, νά ἑλκύουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, μέ τό νά ἔχουμε συνεχή πνευματική καθοδήγηση, νά ζητᾶμε καί νά ἔχουμε καί νά βρίσκουμε πάντα τόν διακριτικό πνευματικό ὁδηγό, ὥστε νά ἑνωθοῦμε πραγματικά μέ τόν Θεό, μέ τήν ζωντανή καί ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν κατά Χριστόν ζωή.


Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης



[1] Μᾶρκ. 12, 27.


[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).


[3] Β΄Κορ. 11, 14.


[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.


[5] Ὅ.π.


[6] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου