«Ὑμεῖς οὖν πολύ πλανᾶσθε»[1]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πνευματικό ὁδηγό, διακριτικό, πολύ εὔκολα μπορεῖ νά πλανηθεῖ. Καί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά νά ἀσχοληθεῖτε μέ τήν νοερά προσευχή ἀποκλειστικά, πρέπει νά ἔχετε τήν καθοδήγηση τοῦ πνευματικοῦ. Ἡ νοερά προσευχή δέν γίνεται χωρίς πνευματικό ὁδηγό. Ὑπάρχει κίνδυνος ἡ ψυχή νά παραπλανηθεῖ. Θέλει προσοχή. Ἐκεῖνος θά σᾶς διδάξει νά μπεῖτε στήν σειρά γιά τήν εὐχή. Γιατί ἄν δέν μπεῖτε στή σειρά, ὑπάρχει φόβος νά δεῖτε τό φῶς τό ἀντίθετο, νά ζεῖτε στήν πλάνη καί νά σκοτισθεῖτε. Ὁπότε τότε ἀγριεύει κανείς, ἀλλάζει τό ὕφος του κ.λπ. Αὐτός εἶναι ὁ διχασμός τῆς προσωπικότητας. Εἴδατε πῶς δημιουργεῖται ἡ πλάνη; Ἄν ὅμως προχωρεῖτε στήν εὐχή μέ τίς συμβουλές τοῦ γέροντα, θά δεῖτε τό ἀληθινό φῶς»[2]. Γιατί καί ὁ διάβολος ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»[3]. Γι' αὐτό λέει καί ὁ γέροντας, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει πνευματικός ὁδηγός, ἐξομολόγηση, δηλαδή ταπεινό φρόνημα. Νά μήν ἐμπιστεύεται ὁ ἄνθρωπος τόν λογισμό του.
«Πρέπει ὁ πνευματικός νά εἶναι ἔμπειρος στήν νοερά προσευχή. Δέν μπορεῖ ἄν προσεύχεται ἔτσι μηχανικά καί δέν ἔχει αἰσθανθεῖ τήν προσευχή μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά πεῖ στόν ἄλλον πῶς νά προσεύχεται. Θά τό πεῖ βέβαια ὅπως τό ἔχει διαβάσει στά βιβλία, καί ὅπως τό λένε οἱ Πατέρες. Ὁλόκληρα βιβλία ἔχουν γραφεῖ πού ὁμιλοῦν περί προσευχῆς καί τόσοι τά διαβάζουν καί κανείς δέν ξέρει νά προσευχηθεῖ. Θά πεῖς, τό διαβάζουμε, μαθαίνουμε τόν τρόπο, προετοιμαζόμαστε καί ὁ Θεός εὐλογεῖ καί μᾶς στέλνει τήν χάρη Του καί τά καταλαβαίνουμε. Ναί, ἀλλά εἶναι μυστήριο, μυστήριο ἡ προσευχή καί πρό πάντων ἡ νοερά προσευχή.
Φοβερή πλάνη μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ μέ τήν νοερά προσευχή. Τίς ἄλλες προσευχές τίς κάνουμε κάπως μέ τό μυαλό μας, ἁπλά τίς λέμε καί τίς ἀκοῦνε τά αὐτιά μας, ἔχουν ἄλλο τρόπο. Ἀλλά ἡ νοερά προσευχή εἶναι κάτι ἄλλο. Κάτι ἄλλο πού, ἄν σέ αὐτό τό νοερό, ἀναφθεῖ ἡ ἔφεσις, ὄχι ἀπό τόν καλό ἑαυτό σου, ἀλλά ἀπό τόν ἄλλον, τόν ἐγωιστή, ὁπωσδήποτε θά ἀρχίσεις νά βλέπεις τά φῶτα. Ὄχι τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὁπωσδήποτε θά ἀρχίζεις νά αἰσθάνεσαι μιά ψευτοχαρά, ἀλλά ἔξω στήν ζωή σου, στίς συναναστροφές σου θά εἶσαι πιό ἄγριος, καί πιό θυμώδης καί πιό ὀργίλος καί πιό ἀγχώδης. Ἔ, νά λοιπόν τό γνώρισμα τοῦ πλανεμένου! Ὁ πλανεμένος δέν δέχεται τήν πλάνη του. Εἶναι φανατισμένος καί κάνει κακό, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ζηλωτές, ἀλλά μέ ζῆλο οὐ κατ' ἐπίγνωσιν»[4].